- καλορίζικος, -η
- καλορίζικος, -η και -ια, -ο επίρρ. -α καλότυχος, τυχερός: Καλορίζικο το νέο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλορίζικος — η και ια, ο (Μ καλορρίζικος, η, ο) (συν. σε ευχετική πρότ.) 1. αυτός που φέρνει καλή τύχη, γουρλίδικος 2. αυτός που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος, τυχερός, καλόμοιρος, καλότυχος 3. (το ουδ. πληθ. χωρίς άρθρο ως ευχετικό επιφών.) καλορίζικα με καλή … Dictionary of Greek
αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… … Dictionary of Greek
καλογραμμένος — η, ο (Μ καλογραμμένος, η, ον) ο καλότυχος, ο καλορίζικος νεοελλ. ο γραμμένος ή ο διατυπωμένος με επιμέλεια και προσοχή («καλογραμμένο κείμενο») … Dictionary of Greek
καλοριζικεύω — (Μ καλοριζικεύω και καλοριζικεύγω) [καλορίζικος] κάνω κάποιον ευτυχισμένο … Dictionary of Greek
καλοριζικιά — η (Μ καλοριζικία) [καλορίζικος] καλό ριζικό, καλή τύχη, ευτυχία … Dictionary of Greek
καλοφούρτουνος — η, ο καλότυχος, καλορίζικος, τυχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φουρτούνα < ιταλ. fortuna < λατ. fortuna «καλή τύχη»] … Dictionary of Greek